πομφολυγοπάφλασμα

πομφολυγοπάφλασμα
-ατος, τὸ, Α
το πάφλασμα τών πομφολύγων, ο θόρυβος που κάνουν οι φυσαλίδες υγρού όταν σπάζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομφόλυξ, -υγος + πάφλασμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πομφολυγοπαφλάσμασιν — πομφολυγοπάφλασμα noise made by bubbles rising neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”